Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Μια βόλτα στο γνωστό μας  σύμπαν... 

Ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο από το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας 

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

"Τιτανικός 100 χρόνια μετά.."


Μια ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα για το πιο διάσημο ναυάγιο με αρκετό φωτογραφικό υλικό. "Διαβάστε περισσότερα".

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ

«Οι Έλληνες σήμερα»

Είχε αρχίσει να σουρουπώνει καθώς ο Νικόλας κατευθυνόταν προς την προκυμαία. Πάντα τέτοια ώρα συνήθιζε να κάνει τον περίπατο του και να αφήνεται στις σκέψεις του που τον ταξίδευαν σε κόσμους που είχε γνωρίσει τον καιρό που ήταν καπετάνιος.
Τυλιγμένος στην χοντρή του κάπα, καθώς το κρύο ήταν τσουχτερό βάδιζε με αργό ρυθμό ενώ κάθε τόσο ξεφυσούσε το καπνό από την πίπα του. Ο χειμώνας στο νησί είναι δύσκολος από πολλές απόψεις, μα κυρίως από την μοναξιά. Το μοναχοπαίδι του, ο Αντρέας, μεγάλος γιατρός στην πρωτεύουσα και άλλα αγαπημένα πρόσωπα, η εγγονή του και ο ανιψιός του ξενιτεμένος ήταν κοντά του κυρίως το καλοκαίρι. Το υπόλοιπο διάστημα το περνούσε μόνος του παρέα με τους άλλους ηλικιωμένους που έμεναν να κρατούν Θερμοπύλες στον έρημο τούτο τόπο.
Πριν ένα χρόνο είχε χάσει την αγαπημένη του σύντροφο και από τότε ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει για εκείνον. Οι φωτογραφίες από τα αγαπημένα πρόσωπα που είχε στο σπίτι του απλά προκαλούσαν τη μνήμη με τις θύμησες να τον κατακλύζουν συνέχεια. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του την εικόνα της, την είχε μπροστά του ζωντανή όπως την πρωτογνώρισε ένοιωσε το άγγιγμα της για δευτερόλεπτα ήταν ξανά ευτυχισμένος.
Την ονειροπόληση του αυτή την διέκοψε ένας ήχος τηλεφώνου, ακόμα να συνηθίσει την χρήση του κινητού τηλεφώνου, πολλές φορές το αγνοούσε ,τώρα όμως κατάφερε και απάντησε. Στην άλλη άκρη ήταν η αγαπημένη του εγγονή η Θάλεια είχε το όνομα της γυναίκας του και της έμοιαζε πολύ. Στα δεκαεφτά η Θάλεια με όλη την δύναμη της εφηβείας και την ζωή μπροστά της είχε μεγάλη αδυναμία στον παππού της. Ο φόρτος των μαθημάτων ,το άγχος των εξετάσεων η παρέα της στην πρωτεύουσα δεν της απόμενε αρκετός χρόνος για να επισκέπτεται το νησί όσο συχνά θα ήθελε. Η Θάλεια εκμυστηρευόταν τα πάντα στον παππού της, ακόμα και πράγματα που δεν τα έλεγε στους ίδιους της τους γονείς.
Για άλλη μια φορά ήθελε την συμβουλή του. Ο φίλος της ένα μεγαλύτερο αγόρι, ο Πέτρος υπηρετούσε στο Ναυτικό και τον τελευταίο καιρό η συμπεριφορά του είχε αλλάξει. Για κακή του τύχη μέσα στο στρατό ο Πέτρος είχε γνωρίσει τον κόσμο των ναρκωτικών. Μορφωμένο παιδί από καλή οικογένεια, κάτι η περιέργεια , λίγο η αίσθηση ευφορίας τον είχαν κάνει να δοκιμάσει αρχικά μαύρο και αργότερα κάτι χάπια. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά είχε εθιστεί πλέον σε αυτές τις ουσίες και ήταν πολύ δύσκολο να ξεφύγει. Η Θάλεια όσο μπορούσε του συμπαραστεκόταν είχε όμως κουραστεί και δεν ήξερε πια τι να κάνει. Ο καπετάν Νικόλας είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στην ζωή του που έκαναν χρήση ναρκωτικών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πολλοί από τους ναύτες του κάπνιζαν χασίς η ακόμα τους είχε πιάσει να τρυπιούνται στα κρυφά. Άσχημο θέαμα να βλέπεις νεαρά άτομα με όλη την ζωή να τους ανήκει να χάνονται και να βυθίζονται μέρα με τη μέρα στη δίνη των παραισθησιογόνων.
Προσπάθησε να την συμβουλέψει όσο καλύτερα μπορούσε, δεν ήταν εύκολο και γινόταν ακόμα πιο δύσκολο όσο έβλεπε την αγαπημένη του εγγονή να στενοχωριέται συνέχεια. Η Θάλεια είχε δοκιμάσει και αυτή κάποιο τσιγάρο αλλά δεν έδωσε συνέχεια, ήταν το διάστημα που μέσα στο άγχος των γενικών εξετάσεων προσπάθησε να υπερβεί τον εαυτό για να αποδίδει περισσότερο και είχα πάρει κάτι χάπια καφεΐνης. Καμιά φορά η μεγάλη επιθυμία για επιτυχία και η πίεση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί πολύ αρνητικό παράγοντα. Ανησυχούσε πολύ για την εγγονή του, ο φόβος μην εθιστεί και αυτή στον κόσμο των ναρκωτικών τον έκανε να είναι αρκετά επιφυλακτικός με την σχέση της, όχι όμως και αρνητικός. Καμιά φορά οι άνθρωποι πρέπει να δοκιμαστούν σκληρά για να τα καταφέρουν.
Η γενιά δική του είχε περάσει πάρα πολλά! Πρόσφυγας ο ίδιος δεκατριών χρονών ήταν όταν κατάφερε μαζί με την μάνα του και τις δυο αδερφές του να ξεφύγουν από την καταστρεπτική μανία των τούρκων καθώς αυτοί εισέβαλλαν στο Αϊβαλί κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του μαζί με τον πατέρα τους στάθηκε αδύνατο να σωθούν, ο πατέρας του σφαγιάστηκε μαζί με τους υπόλοιπους άντρες του χωριού ενώ οι δυο αδερφοί του χάθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας στα τάγματα εργασίας και το πιο πιθανόν είναι να τους σκότωσαν στην διαδρομή όπως και τόσους άλλους πρόσφυγες. Φριχτό πράγμα ο πόλεμος σκεφτόταν ο καπετάνιος για να φέρει στο μυαλό του τον καιρό που ο ίδιος πολέμησε στα βουνά της Πίνδου απέναντι στους Ιταλούς κατακτητές. Τίποτα δεν τον έθλιβε περισσότερο από το να βλέπει τα σημερινά παιδιά να αγνοούν την ιστορία του τόπου τους.
Μόλις χθες το βράδυ παρακολουθούσε στην τηλεόραση κάποια δημοσκόπηση που είχε γίνει για το έπος του 1940 ανάμεσα σε νεαρές ηλικίες και με λύπη του διαπίστωσε την άγνοια πολλών ατόμων στην ηλικία της εγγονής του πάνω στα γεγονότα που συνέβησαν εκείνη την εποχή. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που κατηγορούν συνεχώς την νεολαία ότι δεν έχει μνήμη όραμα και όνειρα. Αντίθετα αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για να βοηθήσει τους νέους που έρχονταν σε αυτόν για να ακούσουν τις πολύτιμες συμβουλές του.
Στον γερο καπετάνιο απευθύνθηκε και ο ανιψιός του όταν ήταν να ξενιτευτεί για τις σπουδές του. Είχε τελειώσει με μεγάλη επιτυχία το πανεπιστήμιο στην Αθήνα, όνειρο του ήταν κάποια στιγμή να δουλέψει για την NASA. Βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στο δίλημμα για πιο δρόμο θα ακολουθούσε. Η απόφαση πολύ δύσκολη καθώς όλοι του οι φίλοι η κοπέλα του που την αγαπούσε βρισκόταν στην Ελλάδα όπως και η οικογένεια του. Τότε μέσα στην δίνη των σκέψεων επισκέφτηκε το νησί και ο καπετάν Νικόλας τον συμβούλεψε να ακολουθήσει τα όνειρα του. Τα πάντα σε αυτή την ζωή έχουν ένα τίμημα, όλα αποκτώνται με θυσίες τις περισσότερες φορές προσωπικές. Όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία είναι καλό να γραπώνεσαι από αυτή και να κυνηγάς το καλύτερο. Αν το όνειρο σου περνάει από δύσκολους και δύσβατους δρόμους μην διστάσεις ούτε στιγμή να τους περπατήσεις.
Με αυτά τα λόγια να αντηχούν στα αυτιά του ο Βασίλης κίνησε να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Από τους πλέον καταξιωμένους επιστήμονες στον χώρο της Αστροφυσικής έμενε μόνιμα στην Αμερική και αρκετά αραιά επισκεπτόταν το νησί και τον γέρο καπετάνιο. Σε ένα από τα ταξίδια του έφερε σαν δώρο ένα τηλεσκόπιο που με αυτό ο καπετάν Νικόλας σεργιανούσε τις σκέψεις του παρέα με τον μαγικό κόσμο των αστεριών ,ενώ άλλες πάλι φορές έστρεφε το φακό του τηλεσκοπίου απέναντι στα Μικρασιατικά παράλια νοσταλγώντας τα παιδικά του χρόνια και τα μάτια του βούρκωναν.. Τα γνώριζε τα αστέρια και ας μην ήταν σπουδασμένος τόσα χρόνια στην θάλασσα τα είχε μάθει προσανατολιζόταν με την βοήθεια τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που μοιραζόταν τις σκέψεις του και τα όνειρα του μαζί τους.
Αν και μεγάλος πια σε ηλικία δεν είχε σταματήσει να ονειρεύεται, άλλωστε οι ηλικιωμένοι άνθρωποι δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή, από την στιγμή που θα βγουν στην σύνταξη ξεχνιούνται και περνούν στο περιθώριο;
Η σημερινή ζωή με τους ρυθμούς παραγωγής έχει επιβάλλει έναν σκληρό τρόπο ζωής που άτομα που δεν συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία παραμερίζονται και δεν είναι λίγες οι φορές που εγκαταλείπονται. Ο καπετάν Νικόλας είχε αρκετούς φίλους που ανήμποροι να φροντίσουν τον εαυτό τους είχαν αφεθεί στην «φροντίδα» κάποιων ιδρυμάτων.
Πολύ άδικη κατάληξη για ανθρώπους που αγωνίστηκαν έδωσαν όλο τους το είναι για να σπουδάσουν τα παιδιά τους να μην τους λείψει τίποτα και το μόνο που αποζητούν τώρα από αυτούς είναι λίγη συντροφιά.. Και στον καπετάνιο έλειπε πολύ ο γιος του!
Εγκλωβισμένος στις δουλειές του, στις υποχρεώσεις ,στα ταξίδια στο εξωτερικό ο χρόνος του πολύ περιορισμένος για επισκέψεις στο νησί, περιορίζονταν στο τηλέφωνο τις περισσότερες φορές. Δεν είχε παράπονο ο καπετάνιος, αλλά είναι δυνατόν να υποκατασταθεί η ανθρώπινη συντροφιά από ένα τηλέφωνο. Η επιλογή μεταξύ μιας πολύ πετυχημένης επαγγελματικής καριέρας και της οικογενειακής ζωής είχε γείρει την πλάστιγγα στην μεριά της πρώτης ώστε κυνηγώντας την επιστημονική καταξίωση είχε βαλθεί να παραμελεί την οικογένεια του.
Γι αυτό ίσως και η Θάλεια, η κόρη του μιλούσε περισσότερο στο παππού της παρά στον πατέρα της. Πόσο έχουν αλλάξει οι ρυθμοί της ζωής ακόμα και σε αυτή τη μικρή χώρα που ζούμε αναλογίστηκε ο γέρο καπετάνιος η ανεμελιά που είχαμε νεότεροι δεν υπάρχει πλέον, έχει αντικατασταθεί από το άγχος και τις συνεχές τρέξιμο για δουλειά για χρήμα και οι ανθρώπινες σχέσεις περνούν σε δεύτερη μοίρα Κοίταξε γύρω του το ερημικό τοπίο, παλιότερα ακόμα και το χειμώνα υπήρχε κόσμος, τώρα πλέον όλοι έφευγαν από το νησί. Η ανεργία είχε φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα, οι Έλληνες σήμερα από μικρή ηλικία διακατέχονται από το άγχος της εργασίας, οι πιο πολλοί σπουδάζουν αυτό που θα τους εξασφαλίσει οικονομική άνεση θυσιάζοντας αρκετές φορές επιθυμίες και ταλέντο σε άλλους τομείς.
Ο χρόνος αδηφάγος, σύμμαχος του τρελού άγχους ενός ανελέητου κυνηγητού που κάνει τις ανέμελες στιγμές να μοιάζουν να στερεύουν επικίνδυνα. Ο πόθος για επιτυχία για επαγγελματική καταξίωση καταφέρνει γερά πλήγματα στον ελεύθερο χρόνο και στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους.
Άρχισε να βαδίζει με αργά βήματα προς το σπίτι του, το κρύο είχε γίνει τσουχτερό προσπαθούσε να φυλαχτεί όσο καλύτερα γινόταν, τώρα στο μυαλό του είχε τρυπώσει η μορφή της ,τα μοναχικά κρύα βράδια του χειμώνα που κρατούσαν συντροφιά ο ένας στον άλλο. Πόσο τυχερός ήταν που την γνώρισε, που του δόθηκε η ευκαιρία να την αγαπήσει.
Μετά από τόσα ταξίδια με τόσες εμπειρίες εικόνες που είχε δει και συναισθήματα που είχε νιώσει τίποτα δεν συγκρινόταν με την αγάπη που ένοιωθε για εκείνη. Είχε φτάσει στο σπίτι του, άνοιξε νωχελικά την πόρτα ,άναψε το τζάκι και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα. Πήρε στα χέρια του το άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες. Μια ζωή ολόκληρη αυτές οι φωτογραφίες, βυθίστηκε στις αναμνήσεις του και με την βοήθεια από ένα ποτηράκι κρασί σιγά σιγά τον πήρε ο ύπνος. Κάτι οι φωτογραφίες ,λίγο το κρασί το έφεραν να ονειρεύεται το παρελθόν και το επόμενο πρωί τον βρήκε να ξυπνάει μελαγχολικός γεμάτος νοσταλγία.
Φοβήθηκε για τον εαυτό του, έπρεπε να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση έτσι αποφάσισε να φύγει λίγο από το νησί του να ταξιδέψει ξανά να αντικρίσει αγαπημένα πρόσωπα και να μιλήσει μαζί τους από κοντά. Δεν μπορούσε να φύγει αμέσως. Δεν υπήρχε άμεσα πλοίο της γραμμής, λες και αυτός ο τόπος ήταν ξεκομμένος από την υπόλοιπη Ελλάδα. Τηλεφώνησε στον γιο του, ο οποίος γυρνούσε από ένα ιατρικό συνέδριο στην Μασσαλία και μετά έφευγε αμέσως για Ρώμη. Δεν το πολυσκέφτηκε ο καπετάνιος, έκλεισε ένα εισιτήριο με την πρώτη πτήση για Ιταλία και την επομένη που θα ερχόταν το πλοίο ήταν από πολύ νωρίς μέσα στους επιβάτες. Τα ταξίδια του άρεσαν πολύ όμως πλέον η ηλικία του δεν επέτρεπε να έχει την άνεση που είχε. Μετά από σχεδόν δώδεκα ώρες το καράβι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά.
Είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που το είχε επισκεφθεί ,ανακατεύτηκε με τον υπόλοιπο κόσμο και κίνησε να βρει ένα μέσο που θα τον μετέφερε στο αεροδρόμιο, χρόνος για ξεκούραση ελάχιστος καθώς η πτήση αναχωρούσε σε λιγότερο από δύο ώρες. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο ο καπετάν Νικόλας γνωρίστηκε με τον ταξιτζή ο οποίος του εξιστορούσε το πόσο δύσκολα τα έβγαζε πέρα, παντρεμένος με τρία παιδιά τα δύο να σπουδάζουν στην επαρχία και το τρίτο να υπηρετεί την πατρίδα. Του μιλούσε για την ακρίβεια στα καύσιμα για το άγχος και τον κίνδυνο που διέτρεχε την νύχτα από την εγκληματικότητα που είχε αυξηθεί αρκετά τον τελευταίο και πόσο θα ήθελε να έφευγε από την Αθήνα και να ξαναγύριζε στο χωριό του στη Μάνη. Ο γερο καπετάνιος άκουγε με προσοχή τον συνομιλητή του και τον απλά τον ρώτησε πότε είπε στην γυναίκα του τελευταία φορά ότι την αγαπάει. Ο ταξιτζής απόρησε με την ερώτηση και ο καπετάν Νικόλας συνέχισε, όταν το κυνήγι του χρήματος σταματήσει και απλά θέλεις να ακουμπήσεις κάπου και να ξεκουραστείς τότε έχεις όλο το χρόνο να σκεφτείς το παρελθόν και είναι κρίμα να νιώθεις πως μέσα στη καθημερινότητα πολλές φορές ξεχνούσες να πεις σε αγαπημένα πρόσωπα πόσο τα αγαπάς. Σε λιγότερο από μια ώρα επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο που θα τον πήγαινε κοντά στο παιδί του. Δίπλα του καθόταν ένας άντρας ηλικιωμένος, μικρότερος όμως σε ηλικία από τον καπετάνιο. Δεν άργησαν να πιάσουν την κουβέντα και να βρουν κοινά στοιχεία στην ζωή τους. Απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, με πολλές διακρίσεις ο Γιάννης προσφυγόπουλο και αυτός από την μαρτυρικό Πόντο είχε να πει την δική του πικραμένη ιστορία. Μιλούσαν για εκείνη την εποχή σχεδόν με δάκρυα στα μάτια, για τις χαμένες πατρίδες για αγαπημένα πρόσωπα που χάθηκαν για τις πολιτικές και στρατιωτικές ευθύνες του τότε αλλά και για την κατάσταση σήμερα.
Η Ελληνοτουρκική φιλία, άραγε μπορεί να υπάρξει; Οι δυο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα ούτε τώρα αλλά ούτε και στο παρελθόν, όταν όμως δόλια συμφέροντα από τρίτες χώρες μπαίνουν στην μέση τότε σίγουρα τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα. Και οι δυο τους ανησυχούσαν για το ελληνικό στοιχείο στις μέρες μας, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης λες και κάτι ξένο ωθούσε το ελληνικό στοιχείο στην σταδιακή μείωση του. Με την συζήτηση δεν κατάλαβε πότε έφτασε. Σε μερικά λεπτά το αεροπλάνο είχε πάρει θέση για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ρώμης .
Κατέβηκε με προσοχή αφού πρώτα αποχαιρέτησε τον συνταξιδιώτη του και κίνησε για το λόμπι του ξενοδοχείου που ήταν ο γιος του. Μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης τον αγκάλιασε σφιχτά και κάθισαν σε ένα μικρό καφέ καθώς είχαν λίγη ώρα στην διάθεση τους πριν ξεκινήσει η ομιλία του Αντρέα στο συνέδριο. Τι να πρωτοπεί κανείς μέσα σε τόσο λίγο χρόνο ,περισσότερο μιλούσαν τα μάτια του, δεν χόρταινε να τον βλέπει. Αργότερα στο συνέδριο αν και πολύ λίγα καταλάβαινε τον καμάρωνε και φούσκωνε από υπερηφάνεια όταν ολόκληρη η αίθουσα χειροκροτούσε το παλικάρι του. Μετά από την καθιερωμένη δεξίωση είχαν περισσότερο χρόνο για να μιλήσουν. Δεν έκανε παράπονα ο καπετάνιος, ποτέ του δεν παραπονέθηκε, το μόνο που ρώτησε τον Αντρέα ήταν αν πραγματικά ήταν ευτυχισμένος αλλά και το γεγονός πόσο τον χρειαζόταν η οικογένεια του και περισσότερο από όλους η κόρη του η Θάλεια. Πέρασαν την υπόλοιπη μέρα μαζί, είχαν πολλά χρόνια να το κάνουν ,πατέρας και γιος βάδιζαν δίπλα, δίπλα στα δρόμους της αιώνιας πόλης και συζητούσαν ανέμελα.
Ο Αντρέας ένοιωθε να βρισκόταν αλλού τι και αν ταξίδευε για μια νέα ομιλία στο Λονδίνο την επόμενη μέρα, νόμιζε πως ήταν στο νησί στο πατρικό του σπίτι ,νοστάλγησε τα παιδικάτα του και υποσχέθηκε στον πατέρα του πως μόλις θα επέστρεφε από το ευρωπαϊκό του ταξίδι θα τον επισκεπτόταν σίγουρα. Με δάκρυα στα μάτια ο καπετάν Νικόλας επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο που θα τον γύριζε στην πατρίδα. Έπειτα από ένα εξαντλητικό ταξίδι ήταν ξανά στο ήρεμο νησί του έφερνε στο μυαλό του τις προηγούμενες μέρες σαν όνειρο. Τελικά αν θέλεις πολύ κάτι τις περισσότερες φορές το καταφέρνεις σκέφτηκε. Οι γνωριμίες του καπετάνιου ήταν πάρα πολλές οι φίλοι του όμως μετρημένοι στα δάχτυλα. Ένας από αυτούς ο Γιώργης είχε πολεμήσει μαζί του στο αλβανικό μέτωπο και από τότε είχαν γίνει αχώριστοι Καμιά φορά μέσα στη λαίλαπα του πολέμου γέννιουνται οι μεγαλύτερες φιλίες οι σχέσεις σφυρηλατούνε από τον κίνδυνο και είναι μόνο αληθινές. Είχε τουλάχιστον ένα χρόνο να δει το φίλο του από την κηδεία της μακαρίτισσας της γυναίκας του. Τώρα είχε ένα δικό του γράμμα στα χέρια του ο καπετάνιος ένα γράμμα γεμάτο ανησυχία για το μέλλον, το μέλλον του θεσσαλικού κάμπου της αγροτιάς των χωριών που μέρα με την μέρα ερήμωναν. Είχαν ζήσει ανάλογες στιγμές οι δυο τους όταν μετά τον εμφύλιο με την Ελλάδα κατεστραμμένη οι περισσότεροι είχαν αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, όπως ο έτερος φίλος τους ο Ηλίας που ξενιτεύτηκε στην Γερμανία για να φτιάξει την τύχη του. Τώρα τα εγγόνια τους ήταν αναγκασμένα να εγκαταλείψουν τα χωράφια και την αγροτική ζωή που μέρα με την μέρα μαράζωνε και να μεταναστεύσουν είτε στο εξωτερικό είτε στην πρωτεύουσα προσπαθώντας να καλυτερεύσουν την ζωή τους.
Αυτές του τις ανησυχίες εκμυστηρευόταν στον επιστήθιο φίλο του και τον καημό του πως το όμορφο ορεινό χωριό του που κάποτε έσφυζε από ζωή είχε αρχίσει να γερνάει με ταχύς ρυθμούς καθώς μόνο οι γέροι το κατοικούσαν πλέον. Τα ήξερε όλα αυτά ο γέρο καπετάνιος τα έβλεπε και τα ζούσε καθημερινά στο δικό του νησί, μακάρι να γινόταν κάτι, να δινόντουσαν κίνητρα στους νέους ανθρώπους να μένουν και να δημιουργούν στον τόπο τους. Καθημερινά έπαιρνε την εφημερίδα του, προτιμούσε να ενημερώνεται κατά αυτόν τον τρόπο παρά τόσο από την τηλεόραση όπου διάβαζε για τα ποσοστά της ανεργίας ιδιαίτερα σε νεαρές ηλικίες.
Άνθρωποι με πτυχίο ή ακόμα και με μεταπτυχιακό να αδυνατούν να βρουν δουλειά, να μένουν πίσω στην ζωή, να καταστρέφονται τα όνειρα τους καθώς κανένας δε ν τους δίνει μια ευκαιρία να αξιοποιήσουν το αντικείμενο των σπουδών τους. Στενοχωριόταν πολύ για αυτά τα παιδιά ο καπετάνιος και συνάμα ανησυχούσε πάρα πολύ για την εγγονή του την Θάλεια που σε μερικά χρόνια ήταν πιθανό να αντιμετωπίσει και αυτή με την σειρά της το φάσμα της ανεργίας. Τόση ενέργεια και πηγαίνει χαμένη σκέφτηκε, όλα αυτά τα νεαρά άτομα βρίσκονται στο απόγειο της δημιουργικότητα στους έχουν ζήλο να δουλέψουν κανείς δεν πρέπει να τους στερεί αυτό τούς το δικαίωμα. Είχε ανάγκη από παρέα. Ξεκίνησε για το μικρό παραλιακό καφενεδάκι του νησιού, ήταν περασμένη η ώρα αλλά διόλου δεν τον ένοιαζε. Παράγγειλε ένα κατρούτσο και κάθισε να αγναντεύει το πέλαγος. Σε λίγο ένας μεσόκοπος άντρας έσυρε την ξύλινη βαριά πόρτα του καφενείου και ο καπετάνιος του έγνεψε να πάει κοντά του.
Ο Τάκης ήταν ο μοναδικός συγγενής που είχε αυτή την στιγμή στο νησί. Ανιψιός από το σόι της γυναίκας του, τον είχε ακολουθήσει σε αρκετά ταξίδια τον καπετάνιο και πριν λίγα χρόνια είχε ξεμπαρκάρει και αυτός. Άτυχος ο Τάκης η γυναίκα του μην αντέχοντας την μοναξιά τον καιρό που ταξίδευε ο Τάκης τον παράτησε πήρε τον μονάκριβο γιό τους και έφυγε για την Αμερική για τα μάτια ενός μεγαλοδικηγόρου που είχε έρθει στο νησί για διακοπές. Ο Τάκης από τότε δεν ήθελε να την δει στα μάτια του, ο καημός όμως που του έτρωγε τα σωθικά δεν ήταν άλλος από τον μονάκριβο γιο του που μάθαινε πληροφορίες αραιά και που καθώς η πρώην γυναίκα του τον είχε στρέψει εναντίον στο πατέρα τού και έτσι δεν είχαν καμιά επικοινωνία πατέρας και γιος. Μόνη παρηγοριά για το κορμί κάποιες εφήμερες σχέσεις για την καρδιά όμως γιατρειά δεν υπήρχε, έπνιγε τον πόνο του στο ποτό στον καπνό του τσιγάρου, οι μόνες στιγμές που μαλάκωνε και γαλήνευε λίγο η ψυχή του ήταν όταν μιλούσε με τον καπετάνιο. Ένοιωθε να ταξιδεύει ξανά να γεμίζει το μυαλό του με τον αγέρα της θάλασσας και τον καημό του να τον παίρνει το κύμα.
Ο καπετάνιος προσπαθούσε όσο ήταν δυνατό να τον κάνει να ξεχαστεί, να ξανασκεφτεί πιο αισιόδοξα μήπως μπορέσει και ξαναχτίσει την ζωή του. Είχαν πιάσει συζήτηση για τον τόπο τους για το μέλλον που φάνταζε δυσοίωνο για τα ψάρια που συνεχώς στέρευαν στο Αιγαίο καθώς η αλόγιστος ρυθμός αλιείας από την γείτονα χώρα την Τουρκία αλλά και από κάποιους δικούς μας αετονύχηδες είχαν φέρει τους ψαράδες σε αυτό το ψαρονήσι σε απόγνωση. Ένας τόπος γεμάτος προβλήματα, ένας τόπος όμως που τον αγαπούσαν και αν χρειαζόταν θα θυσιάζονταν για αυτό. Άραγε πόσοι στις μέρες μας είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για τα ιδανικά της πατρίδος μας; Το καραφάκι με το ούζο πηγαινοερχόταν στα μικρά τραπεζάκια η περιπέτεια της ζωής συνεχιζόταν. Ο άνθρωπος αντέχει σε πολύ σκληρότερες δοκιμασίες από αυτές που του τυχαίνουν, έτσι του είχε πει ένας σοφός μάγος σε κάποιο από τα αρχικά του ταξίδια στις Ινδίες. Την ίδια άποψη την θυμόταν και από τα παιδικά του χρόνια ,όταν η γιαγιά συγκέντρωνε τα παιδιά στην αυλή σαν νύχτωνε για να τους διηγηθεί παραμύθια. Σαν να μύριζε το άρωμα από το γιασεμί ,ορισμένες μνήμες φυλάσσονται καλά στο σεντούκι του μυαλού μας και μας συνοδεύουν πάντα.
Ζαλισμένοι από το αλκοόλ κίνησαν για τα σπίτια τους. Σε όλη την διαδρομή ο καπετάν Νικόλας σκεφτόταν πόσο δύσκολες ήταν οι μέρες που ερχόταν αλλά και πως θα μπορούσαν οι νέοι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν με αισιοδοξία αυτή την κατάσταση. Σχημάτισε το νούμερο από το κινητό της Θάλειας είχε ανάγκη να την ακούσει να την δει, στην πραγματικότητα την Θάλεια την γυναίκα του είχε συνέχεια στο μυαλό του. Η Θάλεια τον άκουσε στενοχωρημένο και του πρότεινε να ταξιδέψει για λίγο στην Αθήνα να τους δει αλλά και να συμμετάσχει στην εκδήλωση του σχολείου για την ελληνική ιστορία του αιώνα που μόλις πέρασε. Τον είχε προτείνει σαν ομιλητή, για να τους εξιστορήσει εμπειρίες από την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τον εμφύλιο την δικτατορία τα γεγονότα εκείνης της εποχής.
Ο γέρο καπετάνιος δεν θα χαλούσε το χατίρι της αγαπημένης του εγγονής αν και αρκετά κουρασμένος πήρε την από φάση να ταξιδέψει ξανά μέχρι την πρωτεύουσα.
Μετά από ένα κουραστικό ταξίδι αφέθηκε στις περιποιήσεις της νύφης του και της εγγονής του καθώς ο μονάκριβος του γιος ο Αντρέας έλειπε ξανά σε ένα ιατρικό συνέδριο. Το επόμενο πρωί πήγαν μαζί στο σχολείο. Παντού ελληνικές σημαίες χάρτες και καρτ ποστάλ εκείνης της εποχής. Άψυχα αντικείμενα για κάποιους ζωντανή ιστορία για κάποιους άλλους. Μέσα σε ένα κλίμα από αρκετό θόρυβο και φωνές πήρε τον λόγο.
Με τα πρώτα του λόγια το κλίμα δεν αναστράφηκε, ήταν αδύνατο να μιλήσει και να επικρατεί τέτοια κατάσταση .Άλλος στην θέση του θα εκνευριζόταν ,όπως ο διευθυντής και μαζί του και η Θάλεια όπου μάταια προσπαθούσαν να πείσουν τα παιδιά να κάνουν ησυχία.. Δεν πειράζει είπε ο καπετάνιος, είναι όλοι γεμάτοι από ζωή χωρίς έγνοιες ανέμελοι όπως ακριβώς ήμουν και εγώ λίγο πριν χάσω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου και αναγκαστώ να αγωνιστώ με νύχια και με δόντια στην κυριολεξία για να επιβιώσω. «Σαν να ήταν σήμερα θυμάμαι τα παιχνίδια που κάναμε ανέμελοι στην παραλία στο Αϊβαλί με τους φίλους μου, αγνοώντας τον κίνδυνο που συνεχώς μεγάλωνε», ξεκίνησε την διήγηση του.. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα από τον τουρκικό λαό συνέχισε ο καπετάνιος, όταν όμως ξένα συμφέροντα επιβουλεύονται τις τύχες ολόκληρων εθνών τότε ακόμα και ένας πολιτισμός που ανθούσε εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια στα μικρασιατικά παράλια είναι δυνατό να καταστραφεί.
Ο φανατισμός είναι πολύ εύκολο να καλλιεργηθεί σε ανθρώπους ως επί το πλείστον αγράμματους αμόρφωτους γεμάτους δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις. Μιλούσε για πολλή ώρα και σταματούσε για λίγο να πάρει μια ανάσα να πει λίγο νερό και να σκουπίσει καθώς κάθε τόσο ένα δάκρυ μαρτυρούσε το πόνο που ένοιωθε για όλα τα χαμένα πρόσωπα και όνειρα που αναγκάστηκε να αφήσει στην γη της Μικράς Ασίας. Τους διηγήθηκε την ώρα της σφαγής πως γλίτωσε ο ίδιος πως κατάφεραν και πέρασαν απέναντι, πως τους υποδέχτηκαν εδώ πολλοί Έλληνες. Από το ακροατήριο δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του γερό καπετάνιου που συνέχισε την διήγηση του στο αλβανικό μέτωπο, πως πέταξαν οι ηρωικοί φαντάροι μας τους Ιταλούς στην θάλασσα και πως λύγισαν από τους Γερμανούς. Τους περίγραψε τους βομβαρδισμούς την πείνα και συνέχισε με τον εμφύλιο σπαραγμό που έφερε την Ελλάδα δεκάδες χρόνια πίσω.
Μίλαγε, μίλαγε, όλη η ιστορία αυτού του τόπου περνούσε μπροστά στα μάτια τους από τις ολοζώντανες μαρτυρίες. Πολλές εμπειρίες ζωντανές εικόνες πλημμύρα, από συναισθήματα αλλά ο γέρο καπετάνιος δεν ήθελε να αφήσει με πικρά συναισθήματα το ακροατήριο του. Συνέχισε λέγοντας στους ότι έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο πως έχει γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο και έχει αντικρύσει άπειρες εικόνες. Όλες τις παραπάνω εμπειρίες τις κουβαλάει πάντα μέσα του αλλά αντλεί δύναμη και συνεχίζει όπως ακριβώς κάνει ο πολύπαθος λαός μας εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα. Το πιο σημαντικό είναι να ζεις την ζωή να ρουφάς το μεδούλι της ,ακόμα και εκεί που νομίζεις ότι μπορεί να σε σβήσουν από τον χάρτη αρκεί μια σπίθα να γίνει φλόγα να δώσει ελπίδα για να μπορέσεις να συνεχίσεις.
Τους προέτρεψε να κυνηγήσουν’ όνειρα τους να ερωτευτούν ν αγαπήσουν ν αφεθούν στην περιπέτεια της ζωής με όλο τους το είναι. Οδηγός τους σε αυτό το ταξίδι είναι η ιστορία του τόπου που οφείλουν να την ξέρουν να την ψάξουν γιατί μόνο μέσα από την έρευνα κανείς μπορεί να προσεγγίσει την αλήθεια. «Οι Έλληνες σήμερα είναι ικανοί για σπουδαία πράγματα, τα εφόδια που τους παρέχονται είναι πολύ περισσότερα από το παρελθόν αλλά και η ανάγκη να προστατέψουν την εθνική και πολιτιστική τους ταυτότητα είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά» Με αυτά τα λόγια ο γέρο καπετάνιος έκλεισε την ομιλία του μέσα σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Κατέβηκε από το βάθρο κινήθηκε προς την Θάλεια την αγκάλιασε και την φίλησε. « Είμαι πολύ υπερήφανη για σένα παππού!!» του είπε. Τι καλύτερο τα λόγια της, βάλσαμο στην πονεμένη του ψυχή, και τι δεν θα έδινε να είχε και την καπετάνισσα δίπλα του..
Βιάστηκε να φύγει από την πρωτεύουσα ,γύρισε στο νησί του στις σκέψεις του, στα μοναδικά ηλιοβασιλέματα ,στο απέραντο γαλάζιο, μέχρι αποκαμωμένος από την κούραση της ζωής έπεσε σε ένα γλυκό λήθαργο που τον έφερε όλο και πιο κοντά στην αγαπημένη του..

ASTEROID 28 (JULY 2005)
.

Sunset

Sunset